-
1 θυραῖος
θυρ-αῖος, α, ον, also ος, ον S.El. 313, E.Alc. 805, Plu.(ll.cc.infr.): [dialect] Aeol. [full] θύραος IG12(2).14 (Mytil.): ([etym.] θύρα):—A at the door or just outside the door, A.Ag. 1055, S.Aj. 793; θ. οἰχνεῖν to go to the door, go out, Id.El. 313;τόνδε βλέπω θ. ἤδη Id.Tr. 595
; θ. στίβος, opp. ἔναυλος, Id.Ph. 158 (lyr.);θ. ἔστω πόλεμος A.Eu. 864
: metaph., θ. ἀμφὶ μηρόν round the exposed, naked thigh, S.Fr. 872 (lyr.);θ. δόξα Plu.Cat.Ma. 18
;θ. ὑποψίαι Id.2.38c
.2 absent, abroad, A.Ag. 1608, Ch. 115; θ. ἐλθεῖν to come from abroad, E. Ion 702(lyr.); τοὺς δ' ἐν θυραίοις in the public eye, opp. τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο, Id.Med. 217.3 from out of doors, from abroad, ἄνδρες θ. strangers, Id.Hipp. 409; θυραῖα φρονήματ' ἀνδρῶν the thoughts of strangers, ib. 395.II containing a door, θ. τοῖχος entrance-wall, IG11(2).165.6(Delos, iii B.C.), 12 l.c.(pl.), Milet.7.56 ([place name] Didyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυραῖος
См. также в других словарях:
θυραίος — θυραῑος, ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [θύρα] αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα 2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι 3. αυτός που προέρχεται… … Dictionary of Greek